ενεστώτας hang on
γ΄ ενικό ενεστώτα hangs on
αόριστος hung on
παθητική μετοχή hung on
ενεργητική μετοχή hanging on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hang on < → δείτε τις λέξεις hang και on

hang on (en)

  1. (ανεπίσημο) περιμένω, χρησιμοποιείται για να ζητήσει από κάποιον να περιμένει για λίγο ή να σταματήσει αυτό που κάνει
    ⮡  Hang on (a moment)!
    Για περίμενε (μια στιγμή)!
  2. κρατώ κάτι σφιχτά
    ⮡  Although the branch was breaking, he hung on tight.
    Μολονότι το κλαδί έσπαζε, αυτός κράτησε σφιχτά.
    ⮡  Hang on tight!
    Κρατηθείτε καλά!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hold
  3. (ανεπίσημο) περιμένετε, χρησιμοποιείται στο τηλέφωνο για να ζητήσει από κάποιον που τηλεφωνήσει να περιμένει
    ⮡  Hang on the line, please!
    Περιμένετε στο ακουστικό, παρακαλώ!
  4. επιμένω, συνεχίζω να κάνω κάτι σε δύσκολες συνθήκες
    ⮡  It’s hard work, but if you hang on long enough, you’ll succeed.
    Είναι δύσκολη δουλειά, αλλά αν επιμείνεις αρκετά, θα πετύχεις.
  5. εξαρτώμαι από
    ⮡  Everything hangs on his answer.
    Όλα εξαρτώνται από την απάντησή του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hinge on