Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hinge hinges

hinge (en)

  • ο μεντεσές της πόρτας, ο ρεζές, η κλάπα
    ⮡  I am taking a door off its hinges.
    Βγάζω μια πόρτα από τους μεντεσέδες του.
    ⮡  The window came off its hinges.
    Το παράθυρο βγήκε από τους μεντεσέδες του.
ενεστώτας hinge
γ΄ ενικό ενεστώτα hinges
αόριστος hinged
παθητική μετοχή hinged
ενεργητική μετοχή hinging

hinge (en)

  • κρεμάω κάτι με μεντεσέ
    ⮡  The door was hinged to the wall.
    Η πόρτα ήταν κρεμασμένη στον τοίχο με μεντεσέδες.

Παράγωγα

επεξεργασία