μεντεσές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμεντεσές αρσενικό
- εξάρτημα με δύο τρυπημένα επίπεδα που τοποθετούνται το ένα σε πόρτα, πύλη κλπ. και το άλλο στο πλαίσιό της, και που συνδέονται μεταξύ τους ώστε να ανοιγοκλείνει η πόρτα ελεύθερα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Sevan Nişanyan, Sözlerin Soyağacı - Çağdaş Türkçenin Etimolojik Sözlüğü