Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στροφέας οι στροφείς
      γενική του στροφέα
στροφέως
των στροφέων
    αιτιατική τον στροφέα τους στροφείς
     κλητική στροφέα στροφείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στροφέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στροφεύς < αρχαία ελληνική στρέφω
για τα εξαρήματα μηχανών < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pivot[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στροφέας αρσενικό

  1. (ανατομία) ο πρώτος αυχενικός σπόνδυλος, που βρίσκεται στο πάνω μέρος της σπονδυλικής στήλης
     συνώνυμα: άτλας, επιστροφέας
  2. μεντεσές
  3. (τεχνολογία) το τμήμα ενός άξονα, το οποίο περιστρέφεται
  4. (τεχνολογία) το σταθερό κυλινδικό τμήμα μιας μηχανής, γύρω από το οποίο περιστρέφεται κάποιο εξάρτημα

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη στρέφω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία