πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στροφέας οι στροφείς
      γενική του στροφέα
& στροφέως
των στροφέων
    αιτιατική τον στροφέα τους στροφείς
     κλητική στροφέα στροφείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στροφέας αρσενικό

  1. (ανατομία) ο πρώτος αυχενικός σπόνδυλος, που βρίσκεται στο πάνω μέρος της σπονδυλικής στήλης
     συνώνυμα: άτλας, επιστροφέας
  2. μεντεσές
  3. (τεχνολογία) το τμήμα ενός άξονα, το οποίο περιστρέφεται
  4. (τεχνολογία) το σταθερό κυλινδικό τμήμα μιας μηχανής, γύρω από το οποίο περιστρέφεται κάποιο εξάρτημα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία