στροφέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στροφέας | οι | στροφείς |
γενική | του | στροφέα & στροφέως |
των | στροφέων |
αιτιατική | τον | στροφέα | τους | στροφείς |
κλητική | στροφέα | στροφείς | ||
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στροφέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στροφεύς < αρχαία ελληνική στρέφω
- για τα εξαρήματα μηχανών < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pivot[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστροφέας αρσενικό
- (ανατομία) ο πρώτος αυχενικός σπόνδυλος, που βρίσκεται στο πάνω μέρος της σπονδυλικής στήλης
- ≈ συνώνυμα: άτλας, επιστροφέας
- μεντεσές
- (τεχνολογία) το τμήμα ενός άξονα, το οποίο περιστρέφεται
- (τεχνολογία) το σταθερό κυλινδικό τμήμα μιας μηχανής, γύρω από το οποίο περιστρέφεται κάποιο εξάρτημα
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη στρέφω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στροφέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας