• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

cardo

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Λατινικά (la)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
    • 1.3 Κλίση
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις

Λατινικά (la)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

cardo < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)ker (στροφή), συγγενές με το (λατινικά) scurra και το (αρχαία ελληνική) κράδη

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

cardo αρσενικό

  1. μεντεσές (πόρτας ή πύλης)
  2. (μεταφορικά) σημείο καμπής, κρίσιμο σημείο

ΚλίσηΕπεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cardo cardinēs
γενική cardinis cardinum
δοτική cardinī cardinibus
αιτιατική cardinem cardinēs
κλητική cardo cardinēs
αφαιρετική cardine cardinibus
(γ' κλίση)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • cardinalis
  • Cardinalis
  • Cardinalius
  • καρδινάλιος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=cardo&oldid=5257641"
Τελευταία επεξεργασία στις 20 Σεπτεμβρίου 2021, στις 23:11
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 20 Σεπτεμβρίου 2021, στις 23:11.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie