πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρδινάλιος οι καρδινάλιοι
      γενική του καρδινάλιου
& καρδιναλίου
των καρδινάλιων
& καρδιναλίων
    αιτιατική τον καρδινάλιο τους καρδινάλιους
& καρδιναλίους
     κλητική καρδινάλιε καρδινάλιοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Φορεσιά ενός καρδιναλίου.
Πουλί καρδινάλιος του γένους Cardinalis.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρδινάλιος αρσενικό

  1. (χριστιανισμός) κληρικός της Καθολικής Εκκλησίας σε ανώτατη βαθμίδα. Από το σώμα των καρδιναλίων με εσωτερική ψηφοφορία εκλέγεται ο πάπας
  2. (πτηνό) πουλί της οικογένειας των Καρδιναλιδών (Cardinalidae)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία