hinge upon
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | hinge upon |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hinges upon |
αόριστος | hinged upon |
παθητική μετοχή | hinged upon |
ενεργητική μετοχή | hinging upon |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαhinge upon (en)
- άλλη μορφή του hinge on