dependent clause
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dependent clause | dependent clauses |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
dependent clause (en)
- (γραμματική) η εξαρτημένη (δευτερεύουσα) πρόταση, η πρόταση που δεν μπορεί να σταθεί μόνη του στο λόγο
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
dependent clause στην αγγλική Βικιπαίδεια