Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
dependent clause dependent clauses

  Ετυμολογία επεξεργασία

dependent clause < → δείτε τις λέξεις dependent και clause

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

dependent clause (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία