Δείτε επίσης: ἐμμανής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμμανής η εμμανής το εμμανές
      γενική του εμμανούς* της εμμανούς του εμμανούς
    αιτιατική τον εμμανή την εμμανή το εμμανές
     κλητική εμμανή(ς) εμμανής εμμανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμμανείς οι εμμανείς τα εμμανή
      γενική των εμμανών των εμμανών των εμμανών
    αιτιατική τους εμμανείς τις εμμανείς τα εμμανή
     κλητική εμμανείς εμμανείς εμμανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμμανής < αρχαία ελληνική ἐμμανής < μαίνομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mn̥yo- < *men- (σκέφτομαι)

  Επίθετο επεξεργασία

εμμανής, -ής, -ές

  • (λόγιο) που έχει μανία με κάτι ή κάποιον
    Από το ένα άκρο στο άλλο. Πριν από μία διετία υπήρχαν νέφη καπνού ακόμη και σε παιδότοπους. Τώρα, με την ολική απαγόρευση, ο θεριακλής αντιμετωπίζεται ως εμμανής δολοφόνος. Ο καπνιστής θεωρείται ένας υπανάπτυκτος, που φυσάει τον καρκίνο στα μούτρα των συνανθρώπων του. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία