εμμανώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμμανώς < αρχαία ελληνική ἐμμανῶς < ἐμμανής < μαίνομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mn̥yo- < *men- (σκέφτομαι)
Επίρρημα
επεξεργασίαεμμανώς
- με τον τρόπο του εμμανούς
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εμμανώς