Δείτε επίσης: εμμανής
Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἐμμανής τὸ ἐμμανές οἱ, αἱ ἐμμανεῖς τὰ ἐμμαν
Γενική τοῦ, τῆς ἐμμανοῦς τοῦ ἐμμανοῦς τῶν ἐμμανῶν τῶν ἐμμανῶν
Δοτική τῷ, τῇ ἐμμανεῖ τῷ ἐμμανεῖ τοῖς, ταῖς ἐμμανέσι(ν) τοῖς ἐμμανέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν ἐμμαν τὸ ἐμμανές τοὺς, τὰς ἐμμανεῖς τὰ ἐμμαν
Κλητική ἐμμανές ἐμμανές ἐμμανεῖς ἐμμαν
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐμμανεῖ
Γενική-Δοτική ἐμμανοῖν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐμμανής < ἐn + μαίνομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mn̥yo- < *men- (σκέφτομαι)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐμμανής, -ής, -ές