καπνιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαπνιστής αρσενικό, καπνίστρια θηλυκό
- αυτός που καπνίζει συστηματικά τσιγάρα, πούρα ή πίπα
Μεταφράσεις
επεξεργασία καπνιστής
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαπνιστής