Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεριακωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θεριακωμέν
ος
η
θεριακωμέν
η
το
θεριακωμέν
ο
γενική
του
θεριακωμέν
ου
της
θεριακωμέν
ης
του
θεριακωμέν
ου
αιτιατική
τον
θεριακωμέν
ο
τη
θεριακωμέν
η
το
θεριακωμέν
ο
κλητική
θεριακωμέν
ε
θεριακωμέν
η
θεριακωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θεριακωμέν
οι
οι
θεριακωμέν
ες
τα
θεριακωμέν
α
γενική
των
θεριακωμέν
ων
των
θεριακωμέν
ων
των
θεριακωμέν
ων
αιτιατική
τους
θεριακωμέν
ους
τις
θεριακωμέν
ες
τα
θεριακωμέν
α
κλητική
θεριακωμέν
οι
θεριακωμέν
ες
θεριακωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
θεριακωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
θεριακώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεριακωμένος