θηριό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θηριό | τα | θηριά |
γενική | του | θηριού | των | θηριών |
αιτιατική | το | θηριό | τα | θηριά |
κλητική | θηριό | θηριά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θηριό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θηριό(ν) < αρχαία ελληνική θηρίον με συνίζηση.[1] Συγκρίνετε με το θεριό & θηρίο.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θiɾˈʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θη‐ριό
Ουσιαστικό επεξεργασία
θηριό ουδέτερο
- (ιδιωματικό, λογοτεχνικό) άλλη μορφή του θεριό → δείτε τη λέξη θηρίο
- ※ ⌘ Διονύσιος Σολωμός, Ὕμνος εἰς τὴν Ελευθερίαν, στροφή 104
- Τὴν αἰσθάνονται καὶ ἀφρίζουν,
τὰ νερά, καὶ τ' ἀγρικῶ
δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν
σὰν ρυάζετο θηριό.
- Τὴν αἰσθάνονται καὶ ἀφρίζουν,
- ※ ⌘ Διονύσιος Σολωμός, Ὕμνος εἰς τὴν Ελευθερίαν, στροφή 104
Μεταφράσεις= επεξεργασία
θηριό
→ δείτε τη λέξη θηρίο |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ θεριό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- θηριό - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θηριό ουδέτερο
- άλλη μορφή του θηρίον
- άλλες μορφές: θηριόν