ρυάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρυάζομαι < υποθετικός τύπος *ωρυάζομαι < αρχαία ελληνική ὠρύ(ομαι) + -άζω με σίγηση του αρχικού άτονου φωνήεντος [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾiˈa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρυ‐ά‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαρυάζομαι, αόρ.: ρυάστηκα (αποθετικό ρήμα)
- (για ζώα) ουρλιάζω, ωρύομαι
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Ὕμνος εἰς τὴν Ελευθερίαν, στροφή 104
Τὴν αἰσθάνονται καὶ ἀφρίζουν,
τὰ νερά, καὶ τ' ἀγρικῶ
δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν
σὰν ρυάζετο θηριό.
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Ὕμνος εἰς τὴν Ελευθερίαν, στροφή 104
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρυάζομαι | ρυαζόμουν(α) | θα ρυάζομαι | να ρυάζομαι | ||
β' ενικ. | ρυάζεσαι | ρυαζόσουν(α) | θα ρυάζεσαι | να ρυάζεσαι | ||
γ' ενικ. | ρυάζεται | ρυαζόταν(ε) | θα ρυάζεται | να ρυάζεται | ||
α' πληθ. | ρυαζόμαστε | ρυαζόμαστε ρυαζόμασταν |
θα ρυαζόμαστε | να ρυαζόμαστε | ||
β' πληθ. | ρυάζεστε | ρυαζόσαστε ρυαζόσασταν |
θα ρυάζεστε | να ρυάζεστε | (ρυάζεστε) | |
γ' πληθ. | ρυάζονται | ρυάζονταν ρυαζόντουσαν |
θα ρυάζονται | να ρυάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρυάστηκα | θα ρυαστώ | να ρυαστώ | ρυαστεί | ||
β' ενικ. | ρυάστηκες | θα ρυαστείς | να ρυαστείς | ρυάσου | ||
γ' ενικ. | ρυάστηκε | θα ρυαστεί | να ρυαστεί | |||
α' πληθ. | ρυαστήκαμε | θα ρυαστούμε | να ρυαστούμε | |||
β' πληθ. | ρυαστήκατε | θα ρυαστείτε | να ρυαστείτε | ρυαστείτε | ||
γ' πληθ. | ρυάστηκαν ρυαστήκαν(ε) |
θα ρυαστούν(ε) | να ρυαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ρυαστεί | είχα ρυαστεί | θα έχω ρυαστεί | να έχω ρυαστεί | ||
β' ενικ. | έχεις ρυαστεί | είχες ρυαστεί | θα έχεις ρυαστεί | να έχεις ρυαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ρυαστεί | είχε ρυαστεί | θα έχει ρυαστεί | να έχει ρυαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ρυαστεί | είχαμε ρυαστεί | θα έχουμε ρυαστεί | να έχουμε ρυαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ρυαστεί | είχατε ρυαστεί | θα έχετε ρυαστεί | να έχετε ρυαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ρυαστεί | είχαν ρυαστεί | θα έχουν ρυαστεί | να έχουν ρυαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρυάζομαι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)