Δείτε επίσης: ἀλυκτέω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλυχτάω < αλυχ(τώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀλυχτῶ[1][2] < ελληνιστική κοινή ἀλυκτῶ[3] (ἀλυκτέω) < αρχαία ελληνική ὑλακτῶ (ὑλακτέω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.liˈxta.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λυ‐χτά.ω

αλυχτάω/αλυχτώ, πρτ.: αλουχτούσα/αλύχταγα, αόρ.: αλύχτησε (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (λαϊκότροπο) γαβγίζω
     συνώνυμα: υλακτώ
  2. (κατ’ επέκταση, για τα υπόλοιπα ζώα, εκτός του σκύλου) φωνάζω, ουρλιάζω
    ※  Ένα τσακάλι αλυχτούσε κάπου εκεί κοντά.
    John Steinbeck [Τζον Στάινμπεκ, Τα σταφύλια της οργής, Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης, 1η έκδοση: Οι φίλοι του βιβλίου, 1948

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

παρατατικός, 3ο πρόσωπο ενικού, και αλύχταε (αλύχταγε), αλύχτα (ιδιωματικά)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αλυχτώ, αλυχτάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αλυχτά, αλυχτάειΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. αλυχτώ, λυχτάωΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας