Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλύχτημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αλύχτημα
τα
αλυχτήμα
τ
α
γενική
του
αλυχτήμα
τ
ος
των
αλυχτημά
τ
ων
αιτιατική
το
αλύχτημα
τα
αλυχτήμα
τ
α
κλητική
αλύχτημα
αλυχτήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλύχτημα
<
αλυχτώ
+
-μα
<
αρχαία ελληνική
ὑλακτῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλύχτημα
ουδέτερο
η
φωνή
του
σκύλου
≈
συνώνυμα
:
γάβγισμα
,
υλακή
(
κατ’ επέκταση
) η
φωνή
άλλων ζώων
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αλύχτισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλύχτημα
αγγλικά
:
bark
(en)
,
barking
(en)
γαλλικά
:
aboiement
(fr)