υλακή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υλακή | οι | υλακές |
γενική | της | υλακής | των | υλακών |
αιτιατική | την | υλακή | τις | υλακές |
κλητική | υλακή | υλακές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υλακή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑλακή
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.laˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐λα‐κή
Ουσιαστικό επεξεργασία
υλακή θηλυκό
- (λόγιο, φωνή ζώου) το γάβγισμα, το ουρλιαχτό
- ※ […] ἤκουα τὰς ὑλακὰς τῶν σκύλων εἰς τὰς ἀπεχούσας ἐπαύλεις, καὶ τῶν γρύλλων περὶ ἐμὲ τὸν θόρυβον, καὶ τοὺς ἠχηροὺς τῶν βατράχων κοασμούς. (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υλακή
|