φρυάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φρυάζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φρυάσσω με μεταπλασμό σε -άζω < αρχαία ελληνική φρυάσσομαι[1]
Ρήμα
επεξεργασία
φρυάζω, αόρ.: (ε)φρύαξα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο) γίνομαι έξαλλος
- ⮡ Φρύαξε όταν είδε το γιο της να οδηγεί μεθυσμένος.
- ≈ συνώνυμα: εξοργίζομαι, νευριάζω, θυμώνω
Κλίση
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φρυάζω
→ δείτε τη λέξη εξοργίζομαι |
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ φρυάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας