πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποθηριωμένος η αποθηριωμένη το αποθηριωμένο
      γενική του αποθηριωμένου της αποθηριωμένης του αποθηριωμένου
    αιτιατική τον αποθηριωμένο την αποθηριωμένη το αποθηριωμένο
     κλητική αποθηριωμένε αποθηριωμένη αποθηριωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποθηριωμένοι οι αποθηριωμένες τα αποθηριωμένα
      γενική των αποθηριωμένων των αποθηριωμένων των αποθηριωμένων
    αιτιατική τους αποθηριωμένους τις αποθηριωμένες τα αποθηριωμένα
     κλητική αποθηριωμένοι αποθηριωμένες αποθηριωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
ΔΦΑ : /a.po.θi.ɾi.oˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποθηριωμένος

αποθηριωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

επεξεργασία