θηριοτροφείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θηριοτροφείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θηριοτροφεῖον. Συγχρονικά αναλύεται σε θηρί(ο) + -ο- + -τροφείο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θi.ɾi.o.tɾoˈfi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θη‐ρι‐ο‐τρο‐φεί‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθηριοτροφείο ουδέτερο
- τόπος που ζουν και τρέφονται έγκλειστα σε κλουβιά άγρια θηρία
- (μεταφορικά, ειρωνικό) σχολείο με πολύ ατίθασους μαθητές
Συγγενικά
επεξεργασία- θηριοτρόφος
- → δείτε τις λέξεις θηρίο και τρέφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία θηριοτροφείο
Πηγές
επεξεργασία- θηριοτροφείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- θηριοτροφείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)