Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεγαθήριο τα μεγαθήρια
      γενική του μεγαθήριου
μεγαθηρίου
των μεγαθήριων
μεγαθηρίων
    αιτιατική το μεγαθήριο τα μεγαθήρια
     κλητική μεγαθήριο μεγαθήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγαθήριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική Megatherium (ταξινομικό γένος) < αρχαία ελληνική μέγας + θηρίον. Μορφολογικά αναλύεται σε μεγα- + θηρίο.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ɣaˈθi.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐γα‐θή‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεγαθήριο ουδέτερο

  1. (παλαιοντολογία) μεγάλο θηλαστικό που έχει εκλείψει και ανήκε στο γένος Μεγαθήρια
  2. (μεταφορικά) μεγάλη κατασκευή ή ψηλός άνθρωπος
     συνώνυμα: μαμούθ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία