Καλλέργαινα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καλλέργαινα < Καλλέργ(ης) + -αινα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαλλέργαινα θηλυκό
- (λαϊκότροπο, ανδρωνυμικό) η σύζυγος του Καλλέργη
- ※ —Σιγάτε μωρή και κοιμάτ' η Καλλέργαινα, μη την ξυπνάτε αξημέρωτα κ' είναι νύφη ακόμα. —Τι κοιμάται, καλέ; Ο Καλλέργης έφυγε απ' ώρα ν' ανοίξει το μαγαζί (από το κείμενο του Μαρίνου Γαλανάκη, «Παλιές Ιστορίες: Οδός Μίνωος, 1947–1953» (3ο μέρος), Ρέθεμνος News (24 Απριλίου 2015)· πρόσβαση: 2020-06-14)