Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δράκαινα οι δράκαινες
      γενική της δράκαινας των δρακαινών
    αιτιατική τη δράκαινα τις δράκαινες
     κλητική δράκαινα δράκαινες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Δράκαινα (Echiichthys vipera)

  Ετυμολογία επεξεργασία

δράκαινα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δράκαινα < αρχαία ελληνική δράκαινα (θηλυκό φίδι) (η σημασία για το ψάρι, ελληνιστική) θηλυκό του δράκων + -αινα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðɾa.ce.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρά‐και‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δράκαινα θηλυκό

  1. θηλυκό του δράκος
     συνώνυμα: δράκισσα, δρακόντισσα
  2. (μεταφορικά) άγρια, επιθετική και ανευχαρίστητη γυναίκα
  3. θαλασσινό ψάρι, που τρέφεται με άλλα ψάρια, αφού πρώτα τα σκοτώσει με δηλητήριο που εκκρίνει από τα αγκάθια της

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία