dragon
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dragon | dragons |
dragon (fr) αρσενικό
- ο δράκος
- (αστρονομία) ο αστερισμός Δράκων
- (εραλδική) η φανταστική μορφή που παριστάνει ένα δίποδο ερπετό