Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανευχαρίστητος η ανευχαρίστητη το ανευχαρίστητο
      γενική του ανευχαρίστητου της ανευχαρίστητης του ανευχαρίστητου
    αιτιατική τον ανευχαρίστητο την ανευχαρίστητη το ανευχαρίστητο
     κλητική ανευχαρίστητε ανευχαρίστητη ανευχαρίστητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανευχαρίστητοι οι ανευχαρίστητες τα ανευχαρίστητα
      γενική των ανευχαρίστητων των ανευχαρίστητων των ανευχαρίστητων
    αιτιατική τους ανευχαρίστητους τις ανευχαρίστητες τα ανευχαρίστητα
     κλητική ανευχαρίστητοι ανευχαρίστητες ανευχαρίστητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανευχαρίστητος < αν- + ευχαριστώ + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ανευχαρίστητος, -η, -ο

  1. που δεν ευχαριστιέται (με τίποτα
     αντώνυμα: ευχαριστημένος
  2. (σπάνιο) αχάριστος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία