ανευχαρίστητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαανευχαρίστητος, -η, -ο
- που δεν ευχαριστιέται (με τίποτα
- (σπάνιο) αχάριστος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανευχαρίστητος
|
ανευχαρίστητος, -η, -ο
|