ανδροκοίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανδροκοίτης < (ελληνιστική κοινή) ἀνδροκοίτης < ἀνήρ και κοίτη
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανδροκοίτης αρσενικό
- ο άνδρας που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με άνδρες, ο ομοφυλόφιλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανδροκοίτης
|