ανδρολόγος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανδρολόγος < (καθαρεύουσα) ἀνδρολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: (απόδοση) αγγλική andrologist < ανδρο- + -λόγος ( < λέγω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ανδρολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) ο ειδικός στην ανδρολογία, στα προβλήματα υγείας ή δυσλειτουργίας που σχετίζονται με το αναπαραγωγικό σύστημα του άνδρα, συχνά ο ουρολόγος]
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ανδρολόγος