fear
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fear | fears |
Ουσιαστικό επεξεργασία
fear (en)
Υπερώνυμα επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | fear |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fears |
αόριστος | feared |
παθητική μετοχή | feared |
ενεργητική μετοχή | fearing |
fear (en)
Ιρλανδικά γαελικά (ga) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fear (ga)