Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λειψανδρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
λειψανδρί
α
οι
λειψανδρί
ες
γενική
της
λειψανδρί
ας
των
λειψανδρι
ών
αιτιατική
τη
λειψανδρί
α
τις
λειψανδρί
ες
κλητική
λειψανδρί
α
λειψανδρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λειψανδρία
< (
ελληνιστική κοινή
)
λειψανδρία
<
λείπω
+
ἀνήρ
(
γενική
:
ἀνδρός
) +
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λειψανδρία
θηλυκό
η
έλλειψη
ανδρών
σε έναν πληθυσμό, όπως συμβαίνει π.χ. στα μετόπισθεν σε περίοδο πολέμου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λειψανδρία
αγγλικά
:
lack of men
(en)