Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανδρειώνομαι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ανδρειώνομαι

  1. γίνομαι ανδρείος, γενναίος
  2. ανδρώνομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία