esposo
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαesposo (es) < από τη λατινική λέξη sponsus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαesposo (es) πληθ. esposos θηλυκό esposa πληθ. esposas
- ο σύζυγος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαesposo (pt)
- ο σύζυγος