Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανδραποδίζω < ανδραποδίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ανδραποδίζω

  • υποτάσσω, υποδουλώνω

Ο Μέγας Αλέξανδρος κατάφερε να ανδραποδίσει τους Πέρσες στη μάχη των Γαυγαμήλων.


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία