ανδραποδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανδραποδίζω < ανδραποδίζω
Ρήμα
επεξεργασίαανδραποδίζω
- υποτάσσω, υποδουλώνω
Ο Μέγας Αλέξανδρος κατάφερε να ανδραποδίσει τους Πέρσες στη μάχη των Γαυγαμήλων.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανδραποδίζω | ανδραπόδιζα | θα ανδραποδίζω | να ανδραποδίζω | ανδραποδίζοντας | |
β' ενικ. | ανδραποδίζεις | ανδραπόδιζες | θα ανδραποδίζεις | να ανδραποδίζεις | ανδραπόδιζε | |
γ' ενικ. | ανδραποδίζει | ανδραπόδιζε | θα ανδραποδίζει | να ανδραποδίζει | ||
α' πληθ. | ανδραποδίζουμε | ανδραποδίζαμε | θα ανδραποδίζουμε | να ανδραποδίζουμε | ||
β' πληθ. | ανδραποδίζετε | ανδραποδίζατε | θα ανδραποδίζετε | να ανδραποδίζετε | ανδραποδίζετε | |
γ' πληθ. | ανδραποδίζουν(ε) | ανδραπόδιζαν ανδραποδίζαν(ε) |
θα ανδραποδίζουν(ε) | να ανδραποδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανδραπόδισα | θα ανδραποδίσω | να ανδραποδίσω | ανδραποδίσει | ||
β' ενικ. | ανδραπόδισες | θα ανδραποδίσεις | να ανδραποδίσεις | ανδραπόδισε | ||
γ' ενικ. | ανδραπόδισε | θα ανδραποδίσει | να ανδραποδίσει | |||
α' πληθ. | ανδραποδίσαμε | θα ανδραποδίσουμε | να ανδραποδίσουμε | |||
β' πληθ. | ανδραποδίσατε | θα ανδραποδίσετε | να ανδραποδίσετε | ανδραποδίστε | ||
γ' πληθ. | ανδραπόδισαν ανδραποδίσαν(ε) |
θα ανδραποδίσουν(ε) | να ανδραποδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανδραποδίσει | είχα ανδραποδίσει | θα έχω ανδραποδίσει | να έχω ανδραποδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανδραποδίσει | είχες ανδραποδίσει | θα έχεις ανδραποδίσει | να έχεις ανδραποδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανδραποδίσει | είχε ανδραποδίσει | θα έχει ανδραποδίσει | να έχει ανδραποδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανδραποδίσει | είχαμε ανδραποδίσει | θα έχουμε ανδραποδίσει | να έχουμε ανδραποδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανδραποδίσει | είχατε ανδραποδίσει | θα έχετε ανδραποδίσει | να έχετε ανδραποδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανδραποδίσει | είχαν ανδραποδίσει | θα έχουν ανδραποδίσει | να έχουν ανδραποδίσει |
|