γυναικούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γυναικούλα | οι | γυναικούλες |
γενική | της | γυναικούλας | — | |
αιτιατική | τη | γυναικούλα | τις | γυναικούλες |
κλητική | γυναικούλα | γυναικούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γυναικούλα < γυναίκ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγυναικούλα θηλυκό
- (προσφώνηση, χαϊδευτικό) τρυφερή προσφώνηση της συμβίας από τον σύζυγο ή τον σύντροφο
- (μειωτικό) γυναίκα χαμηλού επιπέδου που δεν φέρεται σωστά
- → δείτε και τη λέξη γυναικουλίστικος
- (μειωτικό) κουτσομπόλα
- (μειωτικό) άντρας δειλός και χωρίς βούληση
- γυναίκα απλή, άκακη, αθώα, αμέτοχη που έτυχε να βρίσκεται κάπου
- ⮡ Εκεί που έριξαν τα δακρυγόνα ήταν μαζεμένοι κάτι συνταξιούχοι και κάτι γυναικούλες με τα παιδιά τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία γυναίκα χαμηλού επιπέδου
|