↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γυναικούλα οι γυναικούλες
      γενική της γυναικούλας
    αιτιατική τη γυναικούλα τις γυναικούλες
     κλητική γυναικούλα γυναικούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γυναικούλα < γυναίκ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γυναικούλα θηλυκό

  1. (προσφώνηση, χαϊδευτικό) τρυφερή προσφώνηση της συμβίας από τον σύζυγο ή τον σύντροφο
  2. (μειωτικό) γυναίκα χαμηλού επιπέδου που δεν φέρεται σωστά
    → δείτε και τη λέξη γυναικουλίστικος
  3. (μειωτικό) κουτσομπόλα
  4. (μειωτικό) άντρας δειλός και χωρίς βούληση
  5. γυναίκα απλή, άκακη, αθώα, αμέτοχη που έτυχε να βρίσκεται κάπου
    ⮡  Εκεί που έριξαν τα δακρυγόνα ήταν μαζεμένοι κάτι συνταξιούχοι και κάτι γυναικούλες με τα παιδιά τους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία