μαστοριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαστοριά | οι | μαστοριές |
γενική | της | μαστοριάς | των | μαστοριών |
αιτιατική | τη | μαστοριά | τις | μαστοριές |
κλητική | μαστοριά | μαστοριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαστοριά < μεσαιωνική ελληνική μαστορεία < μάστορας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαστοριά θηλυκό (ο πληθυντικός αδόκιμος)
- η πολύ καλή τεχνική σε έναν τομέα των τεχνών, αν και στην καλλιτεχνία προτιμάται συνήθως η λέξη μαεστρία
- Μου το έφερε στα μέτρα μου τέλεια, χωρίς ψεγάδι, με μεγάλη μαστοριά
- Η μαστοριά του συγγραφέα καθορίζει και...
- το μερεμέτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαστοριά
|