Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μερεμετίζω < μερεμέτι

  Ρήμα επεξεργασία

μερεμετίζω

  1. διορθώνω βλάβη
  2. (μεταφορικά) ανταποκρίνομαι σε προσβολή, απαντώ σε κάποιον με ανάλογο τρόπο
    Ωχ! Καλά να τα πάθεις... (...) Σε μερεμέτισε καταπώς σ' ταιριάζει. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία