μερεμετίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μερεμετίζω < μερεμέτι
Ρήμα
επεξεργασίαμερεμετίζω
- διορθώνω βλάβη
- (μεταφορικά) ανταποκρίνομαι σε προσβολή, απαντώ σε κάποιον με ανάλογο τρόπο
- Ωχ! Καλά να τα πάθεις... (...) Σε μερεμέτισε καταπώς σ' ταιριάζει. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μερεμετίζω | μερεμέτιζα | θα μερεμετίζω | να μερεμετίζω | μερεμετίζοντας | |
β' ενικ. | μερεμετίζεις | μερεμέτιζες | θα μερεμετίζεις | να μερεμετίζεις | μερεμέτιζε | |
γ' ενικ. | μερεμετίζει | μερεμέτιζε | θα μερεμετίζει | να μερεμετίζει | ||
α' πληθ. | μερεμετίζουμε | μερεμετίζαμε | θα μερεμετίζουμε | να μερεμετίζουμε | ||
β' πληθ. | μερεμετίζετε | μερεμετίζατε | θα μερεμετίζετε | να μερεμετίζετε | μερεμετίζετε | |
γ' πληθ. | μερεμετίζουν(ε) | μερεμέτιζαν μερεμετίζαν(ε) |
θα μερεμετίζουν(ε) | να μερεμετίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μερεμέτισα | θα μερεμετίσω | να μερεμετίσω | μερεμετίσει | ||
β' ενικ. | μερεμέτισες | θα μερεμετίσεις | να μερεμετίσεις | μερεμέτισε | ||
γ' ενικ. | μερεμέτισε | θα μερεμετίσει | να μερεμετίσει | |||
α' πληθ. | μερεμετίσαμε | θα μερεμετίσουμε | να μερεμετίσουμε | |||
β' πληθ. | μερεμετίσατε | θα μερεμετίσετε | να μερεμετίσετε | μερεμετίστε | ||
γ' πληθ. | μερεμέτισαν μερεμετίσαν(ε) |
θα μερεμετίσουν(ε) | να μερεμετίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μερεμετίσει | είχα μερεμετίσει | θα έχω μερεμετίσει | να έχω μερεμετίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μερεμετίσει | είχες μερεμετίσει | θα έχεις μερεμετίσει | να έχεις μερεμετίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μερεμετίσει | είχε μερεμετίσει | θα έχει μερεμετίσει | να έχει μερεμετίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μερεμετίσει | είχαμε μερεμετίσει | θα έχουμε μερεμετίσει | να έχουμε μερεμετίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μερεμετίσει | είχατε μερεμετίσει | θα έχετε μερεμετίσει | να έχετε μερεμετίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μερεμετίσει | είχαν μερεμετίσει | θα έχουν μερεμετίσει | να έχουν μερεμετίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μερεμετίζω
|