violin
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
violin | violins |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαviolin (en)
- (μουσικό όργανο) το βιολί
Συνώνυμα
επεξεργασία
Δανικά (da)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαviolin (da)
- (μουσικό όργανο) το βιολί
Μαλαϊκά (ms)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαviolin (ms)
- το βιολί