Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βιολιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βιολιστ
ής
οι
βιολιστ
ές
γενική
του
βιολιστ
ή
των
βιολιστ
ών
αιτιατική
τον
βιολιστ
ή
τους
βιολιστ
ές
κλητική
βιολιστ
ή
βιολιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Οξυγραφία του 17ου αι. με τίτλο
Ο
βιολιστής
(Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης)
Ετυμολογία
επεξεργασία
βιολιστής
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βιολιστής
αρσενικό
(
επάγγελμα
,
μουσική
) ο μουσικός που παίζει
βιολί
Δείτε επίσης
επεξεργασία
βιολάτορας
βιολονίστας
βιολιτζής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βιολιστής
αγγλικά
:
violinist
(en)
γερμανικά
:
Violinist
(de)