Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

βιολιστών

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του βιολίστας (που παίζει βιόλα)
  2. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του βιολίστα (που παίζει βιόλα)
  3. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του βιολιστής (που παίζει βιολί)