Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιολάτορας οι βιολάτορες
      γενική του βιολάτορα των βιολατόρων
    αιτιατική τον βιολάτορα τους βιολάτορες
     κλητική βιολάτορα βιολάτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιολάτορας < βιολ(ί) + -άτορας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιολάτορας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία