Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Νέα Χώρα οι Νέες Χώρες
      γενική της Νέας Χώρας των Νέων Χωρών
    αιτιατική τη Νέα Χώρα τις Νέες Χώρες
     κλητική Νέα Χώρα Νέες Χώρες
Το τοπωνύμιο, στον ενικό. Διαφορετική σημασία για τον πληθυντικό Νέες Χώρες.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νέα Χώρα < → δείτε τους όρους Νέα, Χώρα, νέος και χώρα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νέα Χώρα θηλυκό

  1. συνοικία των Χανίων
     συνώνυμα: Καινούργια Χώρα
  2. → και δείτε τον πληθυντικό Νέες Χώρες με ειδική σημασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία