Χώρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Χώρα | οι | Χώρες |
γενική | της | Χώρας | των | Χωρών |
αιτιατική | τη | Χώρα | τις | Χώρες |
κλητική | Χώρα | Χώρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Χώρα < χώρα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΧώρα θηλυκό
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
- (γεωγραφία, σε ορισμένα νησιά)[1] πρωτεύουσα: γενική ονομασία πρωτεύουσας νησιού όταν φέρει ίδιο όνομα
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ χώρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας