Δείτε επίσης: χώρα, χωρά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Χώρα οι Χώρες
      γενική της Χώρας των Χωρών
    αιτιατική τη Χώρα τις Χώρες
     κλητική Χώρα Χώρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χώρα < χώρα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χώρα θηλυκό

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία