νεοχωρίτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεοχωρίτικος < Νεοχωρίτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ne.o.xoˈɾi.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ο‐χω‐ρί‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίανεοχωρίτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με το Νεοχώρι ή τους κατοίκους του
- ο σχετικός με τη συνοικία της Νέας Χώρας των Χανίων ή τους κατοίκους της
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νεοχωρίτικος
|