Νέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- Νέα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
Νέα
- θηλυκό του Νέος, πρώτο μέλος χαλαρών σύνθετων θηλυκών τοπωνυμίων → δείτε τη λέξη Νέος
- ⮡ όπως Νέα Ερυθραία, Νέα Σμύρνη
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- Νέα < → λείπει η ετυμολογία