Κοτζαμάνης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κοτζαμάνης < παρωνύμιο στην οθωμανική τουρκική قوجهمان (kòjamān), στα τουρκικά kocaman (μεγάλος) και ως επώνυμο Kocaman. Kυριολεκτικά, ο μεγαλόσωμος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κοτζαμάνης αρσενικό (θηλυκό Κοτζαμάνη)