idioto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- idioto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | idioto | idiotoj |
αιτιατική | idioton | idiotojn |
idioto (eo)
- ο χαζός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | idioto | idiotoj |
αιτιατική | idioton | idiotojn |
idioto (eo)