Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
dum
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
2
Εσπεράντο (eo)
2.1
Ετυμολογία
2.2
Πρόθεση
3
Πορτογαλικά (pt)
3.1
Ετυμολογία
3.2
Συγχώνευση
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
μαγειρεμένο στον
ατμό
,
αχνισμένο
,
αχνιστό
εναλλακτική γραφή του
dumb
,
χαζός
,
βλάκας
,
ηλίθιος
Εσπεράντο
(eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
dum
<
λατινική
dum
Πρόθεση
επεξεργασία
dum
(eo)
ενώ
,
κατά
, κατά τη
διάρκεια
Πορτογαλικά
(pt)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
dum
<
de
+
um
Συγχώνευση
επεξεργασία
dum
(pt)
αρσενικό
(
θηλυκό
duma
)
ενός