αφροσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφροσύνη < α- (στερητικό) + -φρο- (< φρόνηση) + -σύνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίααφροσύνη θηλυκό χωρίς πληθυντικό
- η ιδιότητα του άφρονα
- η έλλειψη σωφροσύνης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αφροσύνη
|