σωφροσύνη
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σωφροσύνη < αρχαία ελληνική σωφροσύνη < σώφρων σωφρον- + -σύνη
Ουσιαστικό Επεξεργασία
σωφροσύνη θηλυκό
Μεταφράσεις Επεξεργασία
σωφροσύνη
|
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
σωφροσῠνα- | |||||
ονομαστική | ἡ | σωφροσύνη | αἱ | σωφροσύναι | |
γενική | τῆς | σωφροσύνης | τῶν | σωφροσυνῶν | |
δοτική | τῇ | σωφροσύνῃ | ταῖς | σωφροσύναις | |
αιτιατική | τὴν | σωφροσύνην | τὰς | σωφροσύνᾱς | |
κλητική ὦ! | σωφροσύνη | σωφροσύναι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σωφροσύνᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | σωφροσύναιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
Πηγές Επεξεργασία
- σωφροσύνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σωφροσύνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.