φρόνηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φρόνηση < αρχαία ελληνική φρόνησις > φρονέω > φρήν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφρόνηση θηλυκό
- τρόπος σκέψης που χαρακτηρίζεται από λογική, σύνεση, ωριμότητα
- ενεργεί / συμπεριφέρεται με φρόνηση
- «ἡ μὲν φρόνησις αἰτία τοῦ πράττειν ὀρθῶς τὰ πράγματα· ἡ δὲ σωφροσύνη τοῦ κρατεν τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ὑπὸ μηδεμιᾶς ἡδονῆς δουλοῦσθαι͵ ἀλλὰ κοσμίως ζῆν.» Αριστοτέλης
Δείτε επίσης
επεξεργασία- φρόνηση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία φρόνηση