Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρόνηση < αρχαία ελληνική φρόνησις > φρονέω > φρήν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρόνηση θηλυκό

  • τρόπος σκέψης που χαρακτηρίζεται από λογική, σύνεση, ωριμότητα
    ενεργεί / συμπεριφέρεται με φρόνηση
    «ἡ μὲν φρόνησις αἰτία τοῦ πράττειν ὀρθῶς τὰ πράγματα· ἡ δὲ σωφροσύνη τοῦ κρατεν τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ὑπὸ μηδεμιᾶς ἡδονῆς δουλοῦσθαι͵ ἀλλὰ κοσμίως ζῆν.» Αριστοτέλης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία